εξάγυνος

εξάγυνος
-η, -ο
(για άνθη) αυτός που έχει έξι υπέρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -γυνος < γυνή (πρβλ. εννεάγυνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαγυνία — η [εξάγυνος] η ιδιότητα τού εξαγύνου, δηλ. τού άνθους που έχει έξι στύλους ή ύπερους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”